- δαιμονόρρωψ
- (daemonorops).Γένος φυτών της οικογένειας των φοινικοειδών, που περιλαμβάνει ανεπτυγμένα δέντρα των ανατολικών χωρών και μερικά από αυτά διακοσμητικά, όπως ο δ. ο δράκος,που χύνει από τον κορμό του φαρμακευτική ουσία, τη γνωστή με την ονομασία ρητίνη (ρετσίνι) του δράκου, που χρησιμοποιείται για τον χρωματισμό των βερνικιών. Το δέντρο αυτό φυτρώνει στα νησιά της Μαλαισίας.
* * *(-ωπος), ογένος φοινικοειδών φυτών.
Dictionary of Greek. 2013.